Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τὰ εἰρημένα

См. также в других словарях:

  • εἰρημένα — ἐρῶ verbum perf part mp neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εἰρημένᾱ , ἐρῶ verbum perf part mp fem nom/voc/acc dual (epic ionic) εἰρημένᾱ , ἐρῶ verbum perf part mp fem nom/voc sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρημένᾳ — εἰρημέναι , ἐρῶ verbum perf part mp fem nom/voc pl (epic ionic) εἰρημένᾱͅ , ἐρῶ verbum perf part mp fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρημέν' — εἰρημένα , ἐρῶ verbum perf part mp neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εἰρημένε , ἐρῶ verbum perf part mp masc voc sg (epic ionic) εἰρημέναι , ἐρῶ verbum perf part mp fem nom/voc pl (epic ionic) εἰρημένᾱͅ , ἐρῶ verbum perf part mp fem dat sg (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρημένας — εἰρημένᾱς , ἐρῶ verbum perf part mp fem acc pl (epic ionic) εἰρημένᾱς , ἐρῶ verbum perf part mp fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρημέναν — εἰρημένᾱν , ἐρῶ verbum perf part mp fem acc sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρίζηλος — ἀρίζηλος, ον και η, ον (Α) Ι. 1. φανερός, καταφανής 2. (για τη λάμψη ουράνιων σωμάτων) πολύ φωτεινός, λαμπρός 3. (για ήχο) ισχυρός, δυνατός 4. (για πρόσωπα) θαυμαστός II. επίρρ. σαφώς («ἀριζήλως εἰρημένα» αυτά που έχουν ειπωθεί ξεκάθαρα). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • εξαναχωρώ — ἐξαναχωρῶ, έω (Α) 1. αναχωρώ από έναν τόπο ή για έναν τόπο, αποσύρομαι από μια θέση («τοὺς λοιποὺς αὖτις ἐξαναχωρέειν ἐπὶ τὸν ποταμόν», Ηρόδ.) 2. (μτβ.) αποσύρω, ανακαλώ κάτι («ἐξανεχώρει τὰ εἰρημένα», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • προσδιαβάλλω — Α 1. παρουσιάζω κατά τρόπο ψευδή («καὶ τὰ ὀρθῶς εἰρημένα προσδιαβάλλειν ἄδικα εἶναι», Αντιφ.) 2. συκοφαντώ κάποιον επί πλέον («τὸ τοὺς πατρικίους προσδιαβαλεῑν τῷ δήμῳ», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διαβάλλω «συκοφαντώ»] …   Dictionary of Greek

  • σπανιάκις — Α επίρρ. σπανίως, σπάνια («σπανιάκις είρημένα ὑπὸ τῶν πάλαι», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + επιρρμ. κατάλ. ακις (πρβλ. πολλ άκις)] …   Dictionary of Greek

  • συγγενής — ές, ΝΜΑ, θηλ. και συγγένισσα Ν, θηλ. και συγγενίς, ίδος, Α 1. αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος, που έχει δεσμούς συγγένειας με κάποιον (α. «είναι μακρινός μου συγγενής» β. «καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ παῑς», Ηρόδ.) 2. αυτός που υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • συναγελάζομαι — ΝΜΑ, και ενεργ συναγελάζω Α ζω σε αγέλη, αποτελώ μέλος αγέλης («τῶν ἰχθύων οἱ μὲν συναγελάζονται μετ ἀλλήλων καὶ φίλοι εἰσίν», Αριστοτ.) νεοελλ. (με υποτιμητ. σημ.) συγχρωτίζομαι με ανθρώπους κατώτερου επιπέδου αρχ. 1. (για πρόσ.) συναναστρέφομαι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»